φιλοσοφικός

φιλοσοφικός
-ή, -ό / φιλοσοφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [φιλόσοφος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός»)
νεοελλ.
1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια»)
2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» — η συστηματική μελέτη τού ανθρώπου ως φυσικού και ηθικού όντος
β) «φιλοσοφικό σύστημα» — βλ. σύστημα.
επίρρ...
φιλοσοφικώς / φιλοσοφικῶς, ΝΜΑ, και φιλοσοφικά Ν
κατά τρόπο φιλοσοφικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοσοφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφία, αυτός που είναι της φιλοσοφίας: Φιλοσοφική πραγματεία. 2. αυτός που ταιριάζει σε φιλόσοφο, αυτός που έχει μέσα του φιλοσοφικότητα (φιλοσοφική απάθεια, στωικότητα, εγκαρτέρηση) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφικώτερον — φιλοσοφικός concerned with adverbial comp φιλοσοφικός concerned with masc acc comp sg φιλοσοφικός concerned with neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφικῶν — φιλοσοφικός concerned with fem gen pl φιλοσοφικός concerned with masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • αλογικός — Φιλοσοφικός όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σοπενάουερ και τον Χάρτμαν, ο οποίος χαρακτηρίζει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τα πλαίσια των κανόνων και των αρχών της λογικής, στην οποία υπάγονται από τον ανθρώπινο λόγο όσα έχουν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… …   Dictionary of Greek

  • μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφικοῖς — φιλοσοφικός concerned with masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”